Δευτέρα 23 Ιανουαρίου 2012

Από την ομιλία Σημίτη στο ίδρυμα Χάινριχ Μπελ

"... Η ΟΝΕ λειτούργησε θετικά για όλα τα μέλη της τα πρώτα χρόνια, οι χώρες της περιφέρειας χάρη σε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, και μειωμένο κόστος δανεισμού τους και συγκλίναν προς τις ανεπτυγμένες χώρες. Η κρίση που άρχισε το 2007 έδειξε ότι η πρόοδος αυτή ήταν εύθραυστη. Δεν βασιζόταν σε ένα συγκεκριμένο αποδεκτό από τα μέλη σχέδιο, αλλά σε μια πολιτική που έδινε πρωτεύουσα σημασία στην ελεύθερη λειτουργία της αγοράς και στην αυτόματη αποκατάσταση των ανισορροπιών που προκύπτουν. Η πολιτική δεν πρόβλεπε την αντιμετώπιση αρνητικών φαινομένων στην Ένωση, όπως ήταν η μεγέθυνση των ελλειμμάτων και η μείωση της ανταγωνιστικότητας ορισμένων κρατών. Η ύφεση, το δημόσιο χρέος, τα κυβερνητικά ελλείμματα, οι δυσκολίες των τραπεζών πήραν ως εκ τούτου ανησυχητικές διαστάσεις. Οι αυτόματοι σταθεροποιητές, στους οποίους οι κυβερνήσεις έλπιζαν ότι θα ελέγχουν την κρίση, δεν λειτούργησαν...

...Η συμφωνία μεταξύ της ΟΝΕ και της Ελλάδας για την πολιτική, που οφείλει να εφαρμόσει η Ελλάδα, ώστε να της χορηγηθεί το σύνολο των δόσεων του συμφωνηθέντος δανείου, γνωστή ως Μνημόνιο, συντάχτηκε χωρίς να υπάρχει ικανοποιητική προετοιμασία και λειτούργησε με τρόπο που επιδείνωσε την κατάσταση. Το κύριο χαρακτηριστικό της ήταν ότι απαιτούσε από την Ελλάδα να αποκαταστήσει σε μόλις τρία χρόνια δηλαδή μέχρι το 2013 μια δημοσιονομική κατάσταση σύμφωνη με τις επιταγές των Συνθηκών, να περιοριστεί δηλαδή το έλλειμμά της από 15,4% του ΑΕΠ σε 3% δηλαδή κατά 12%. Για να επιτευχθεί αυτό το αποτέλεσμα η περικοπή των δαπανών θα έπρεπε να φτάσει το 18% συνολικά, ώστε να καλυφθούν οι μειώσεις εσόδων λόγω της υποχώρησης της οικονομικής δραστηριότητας. Αυτοί οι όροι συνεπάγονταν περιορισμούς στις δαπάνες και επιδόσεις ως προς την αναπτυξιακή προσπάθεια που ξεπερνούσαν κατά πολύ αυτό που μπορούν να επιτύχουν χώρες με πολύ καλύτερες προϋποθέσεις ανάκαμψης απ’ ό,τι η Ελλάδα. Ήταν εξωπραγματικοί. Το Μνημόνιο δεν προέβλεπε επίσης ειδική ρύθμιση να αντισταθμίσει τις επιπτώσεις της περικοπής δαπανών στις επενδύσεις, όπως π.χ. τη δυνατότητα άντλησης των πόρων των διαθρωτικών ταμείων χωρίς να υπάρχει εθνική συμμετοχή. Το αποτέλεσμα ήταν η Ελλάδα να επιτύχει μεν περιορισμό του ελλείμματος κατά 6% του ΑΕΠ περίπου συνολικά το 2010 και το 2011, γνώρισε όμως μια πρωτόγνωρη ύφεση για τα χρόνια 2009-2012 πολύ υψηλότερη εκείνης που καθόριζε το Μνημόνιο. Αντί για 8,6% περίπου υπολογίζεται να φτάσει συνολικά στο -15% περίπου. Οι αισιόδοξες προβλέψεις του Μνημονίου για αρχή ανάπτυξης από το 2012, πρωτογενή πλεονάσματα ήδη από το 2012 και προσφυγή στις διεθνείς αγορές για δανεισμό επίσης από το 2012 αποδείχθηκαν τελείως λανθασμένες. Η ύφεση και η αβεβαιότητα ματαίωσαν τέλος τα όποια σχέδια επενδύσεων.

Οι συντάκτες του Μνημονίου είχαν παραλείψει επίσης να συναρτήσουν τους στόχους τους με τις πραγματικές εξελίξεις, να προβλέψουν δηλαδή ότι σε περίπτωση ύφεσης θα παρατείνεται αυτόματα ο χρόνος πραγματοποίησης των στόχων ή και θα περιορίζονται ορισμένες επιδιώξεις. Ήταν ένα πολιτικά μοιραίο λάθος. Η παράλειψη είχε ως αποτέλεσμα να εξακολουθεί το αρχικό σκληρό πρόγραμμα λιτότητας παρά την ύφεση που επήλθε και να επιτείνει κατά πολύ την ύφεση...

Επειδή οι αρχικοί υπολογισμοί των δανειστών δεν μπορούσαν να επαληθευτούν και δεν επαληθεύτηκαν πραγματοποιούνταν νέες διαπραγματεύσεις και εξαγγέλλονταν νέα μέτρα πριν από την καταβολή κάθε νέας δόσεως του δανείου. Επιδίωξη ήταν να επιτευχθεί παρ’ όλες τις δυσκολίες ο αρχικός λανθασμένος σχεδιασμός. Αυτός ο συνεχής επαναπροσδιορισμός της πολιτικής και η συνεχής προσθήκη όλο και περισσοτέρων φόρων και περιορισμών δημιούργησαν την εντύπωση ότι η πολιτική συμπίεσης των εισοδημάτων δεν έχει τέλος, ότι οι επιβαρύνσεις αφορούν σχεδόν αποκλειστικά τους μισθωτούς, συνταξιούχους και ιδιοκτήτες των ακινήτων, ότι η Ευρωζώνη και η κυβέρνηση ακολουθούν αδιέξοδο δρόμο χωρίς να ενδιαφέρονται για τις επιπτώσεις...

...Οι λύσεις της Συνόδου Κορυφής του Οκτωβρίου 2011 της Ευρωζώνης είναι ικανοποιητικές; Η απόφαση περικοπής κατά 50% των απαιτήσεων κατά της Ελλάδας από τα ελληνικά ομόλογα που κατέχουν οι τράπεζες και οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις αποτελεί μια σοβαρή βοήθεια για να καταστεί βιώσιμο το ελληνικό χρέος. Όπως και η απόφαση να ενισχυθεί το EFSF με περισσότερους πόρους, ώστε να βοηθήσει με εγγυήσεις τα κράτη μέλη της Ένωσης να δανείζονται από τις αγορές, βελτίωσε τις δυνατότητες της Ευρωζώνης να χειριστεί την κρίση χρέους. Όσον αφορά την ανακεφαλαίωση των τραπεζών η Σύνοδος αποφάσισε σωστά να απαιτήσει από 70 περίπου τράπεζες να αυξήσουν το κεφάλαιο της στο 9% των υποχρεώσεών τους αφού επανεκτιμήσουν τα ομόλογα που κατέχουν στην τρέχουσα αγοραία αξία.

Οι λύσεις αυτές αποτελούν παρ’ όλα αυτά μια μερική μόνον αντιμετώπιση του προβλήματος του χρέους. Η μείωση των απαιτήσεων των τραπεζών μαζί με άλλα μέτρα υπολογίζεται ότι θα μειώσουν το ύψος του χρέους της Ελλάδας στο 120% του ΑΕΠ το 2020. Ένα χρέος αυτού του επιπέδου είναι διπλάσιο εκείνου που προσδιορίζεται ως το ανώτατο επιτρεπτό από τις Συνθήκες. Θα χρειαστεί λοιπόν και περαιτέρω μείωση.

Οι ασάφειες και οι ημιτελείς λύσεις δείχνουν ότι τα κύρια μέλη της ΟΝΕ δεν έχουν καταλήξει σε μια ολική προσέγγιση των προβλημάτων. Χρειάζεται λοιπόν επιπρόσθετα ένα σχέδιο για το μέλλον, που θα δώσει στην ΟΝΕ τη δυνατότητα να αποφασίζει πιο γρήγορα, πιο αποφασιστικά και να αξιοποιεί μέσα και δυνατότητες που αν και αναγκαίες δεν διαθέτει σήμερα...

...Παρά τις διαφορές στα επιμέρους σκεπτικά τους συμφωνούν ότι η έξοδος από την κρίση επιβάλλει «την φυγή προς τα εμπρός» δηλαδή στην κατεύθυνση μιας οικονομικής διακυβέρνησης και μιας πολιτικής ενοποίησης. Αυτός είναι ο στόχος που πρέπει με σοβαρότητα και επιμονή να επιδιώξουμε. Το ελληνικό πρόβλημα δεν ήταν μία ατυχία στην πορεία της Ένωσης, η παρεκτροπή που ανέτρεψε ένα καλά σχεδιασμένο εγχείρημα. Ήταν ο καταλύτης που ανέδειξε τις αδυναμίες της μέχρι τώρα οικονομικής διακυβέρνησης, την ανάγκη ενός νέου προσδιορισμού της."

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου